- διεύθυνση ορχήστρας
- Ο συντονισμός των οργανικών και φωνητικών συνόλων κατά τη μουσική εκτέλεση. Η ανάγκη προετοιμασίας και επομένως συντονισμού μιας μουσικής εκτέλεσης εκδηλώνεται από πολύ παλιά· ο χορευτής κρατούσε τον ρυθμό χτυπώντας τα πόδια ή τα χέρια. Ωστόσο, οι απαιτήσεις μιας μουσικής διεύθυνσης για μεγάλο διάστημα περιορίζονταν μόνο στον μηχανικό συγχρονισμό των φωνών ή των μουσικών οργάνων. Το ίδιο ίσχυε και στην εποχή της ανάπτυξης της αντιστικτικής και πολυφωνικής μουσικής. Η ευθύνη συντονισμού των οργανικών και φωνητικών συνόλων ανήκε συνήθως στους ίδιους τους συνθέτες, που φρόντιζαν να επιτυγχάνουν τεχνικά σωστές εκτελέσεις επιβλέποντας τη δουλειά των μουσικών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε το τονικό ύψος των φθόγγων, την ακρίβεια στις ατάκες, την πραγματοποίηση του συνεχούς βασίμου κλπ. Στο δεύτερο μισό του 17ου αι., με την άνθηση της οργανικής και μελοδραματικής μουσικής καθώς και με την έκταση που πήραν τόσο τα μουσικά έργα όσο και τα ορχηστρικά σύνολα (αξιομνημόνευτη ήταν μία συναυλία που διηύθυνε ο Κορέλι στη Ρώμη το 1687 με συμμετοχή 150 βιολιών), η παρουσία του αρχιμουσικού άρχισε να γίνεται απαραίτητη. Στις περιπτώσεις που ο ίδιος ο συνθέτης δεν έπαιζε το μέρος του τσέμπαλο, τον συντονισμό της μουσικής εκτέλεσης αναλάμβανε ο πρώτος βιολονίστας. Στη συνέχεια, ο εμπλουτισμός της μουσικής γλώσσας δημιούργησε ευθύνες μουσικής εκτέλεσης, που συνήθως αναλάμβαναν οι διευθυντές της χορωδίας. Μια νέα και διαφορετική αντιμετώπιση του ρόλου του διευθυντή ορχήστρας παρατηρήθηκε με τον Γκλουκ και τον Χάιντν. Η νέα προσέγγιση αφορούσε όχι τόσο την προβολή των στοιχείων εκείνων της παρτιτούρας που θεωρούνταν πιο σημαντικά όσο την επίτευξη μιας μουσικής εκτέλεσης που βασιζόταν στην προσωπική και ενοποιητική επέμβαση του αρχιμουσικού. Ωστόσο, μόνο στη ρομαντική περίοδο η παλαιά τεχνική της μουσικής διεύθυνσης, έτσι όπως διαμορφώθηκε μέσα στο νέο πολιτιστικό κλίμα, πήρε μεγαλύτερη αξία αυτόνομης και πρωτότυπης ποιητικής δημιουργίας, προορισμένης να ερμηνεύσει τους βαθύτερους στοχασμούς και τα συναισθήματα του συνθέτη, και επομένως το ύφος του. Γενικά, οι μεγάλες δημιουργικές προσωπικότητες του μουσικού ρομαντισμού ταυτίζονταν με τους πρώτους μεγάλους αρχιμουσικούς, που συνειδητά πίστεψαν στην αποστολή τους ως ερμηνευτών της μουσικής και της παιδείας της εποχής τους. Με την έννοια αυτή απέκτησαν προσωπική λάμψη οι Σποντίνι, Βέμπερ, Μπερλιόζ, Σπορ, Μέντελσον, Σούμαν, Λιστ και Βάγκνερ. Με αυτούς η δ.ο. μετατράπηκε σε μέσο που απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη σημασία, εφόσον εξέφραζε την πνευματική, ιστορική και ιδεολογική τοποθέτηση του συνθέτη. Η νέα ερμηνευτική τέχνη δημιούργησε και νέα πειθαρχία, νέες υποχρεώσεις. Έτσι, για παράδειγμα, ο Φρανσουά Αντουάν Χαμπενέκ, που στο διάστημα 1807-32 διηύθυνε τις συμφωνίες του Μπετόβεν στο Παρίσι, θεώρησε απαραίτητο να κάνει πρόβες διάρκειας τριών ετών για την παρουσίαση της 9ης Συμφωνίας. Παρατηρούμε δηλαδή πως η μουσική εκτέλεση έπαψε πια να είναι αντικείμενο στιγμιαίας έμπνευσης και η δ.ο. όχι μόνο απέκτησε μία νέα και συγχρονισμένη τεχνική αλλά και προέβαλε την καλλιτεχνική και ηθική ευθύνη του αρχιμουσικού. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. άρχισε να εμφανίζεται η μεγάλη γενιά αρχιμουσικών, όπως o Χανς φον Μπίλοφ (1830-1894), ο Χανς Ρίχτερ (1843-1916), ο Άρθουρ Νίκις (1855-1922), ο Γκούσταβ Μάλερ (1860-1911), ο Φέλιξ Βάινγκαρτνερ κ.ά. Χάρη στη διδασκαλία τους, που είχε πλατιά απήχηση σε αρχιμουσικούς όπως o Αρτούρο Τοσκανίνι, ο Μπρούνο Βάλτερ, ο Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ, ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο Βίκτορ ντε Σάμπατα, ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν κ.ά., η τέχνη της δ.ο. έφτασε να θεωρείται σήμερα μία από τις υψηλότερες και ευγενέστερες εκδηλώσεις του μουσικού πολιτισμού.
Ο Χέμπερτ φον Καραγιάν, ένας από τους σημαντικότερους διευθυντές ορχήστρας του 20ού αι.
Η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, υπό τη διεύθυνση του Λέοναρντ Μπερνστάιν. Πολλοί διάσημοι μαέστροι έχουν διευθύνει κατά καιρούς αυτή την ορχήστρα, όπως ο Αρτούρο Τοσκανίνι, ο Τζον Μπαρμπιρόλι, ο Άρθουρ Ροντζίνσκι, ο Δημήτρης Μητρόπουλος και πολλοί άλλοι.
Dictionary of Greek. 2013.